- θερμίζω
- (Α θερμίζω) [θέρμη]νεοελλ.χύνω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι θερμό νερόαρχ.προσβάλλομαι από πυρετό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμίσαι — θερμίζω fall ill with fever aor inf act θερμίσαῑ , θερμίζω fall ill with fever aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέρμιστος — η, ο [θερμίζω] 1. λέγεται για το λάδι όταν αυτό προέρχεται από ελιές που δεν περιχύθηκαν με καυτό νερό πριν πιεστούν 2. (για βούτυρο κ.λπ.) αυτός που δεν θερμάνθηκε, δεν ζεματίστηκε για να απαλλαγεί από τις ξένες ουσίες που περιέχει 3. (για… … Dictionary of Greek
θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… … Dictionary of Greek
θερμολογώ — 1. θερμίζω 2. μέσ. θερμολογιέμαι υποφέρω από ελονοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμη + λογώ «μαζεύω» < λόγος* (πρβλ. βλαστο λογώ)] … Dictionary of Greek
ξεθερμίζω — πλένω μαγειρικά και επιτραπέζια σκεύη με ζεστό σταχτόνερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + θερμίζω] … Dictionary of Greek